σολοικιζόντων

σολοικιζόντων
σολοικίζω
speak
pres part act masc/neut gen pl
σολοικίζω
speak
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”